- γαστρονομικός
- -ή, -όο σχετικός με τη γαστρονομία.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαστρονομία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γαστρονομικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη γαστρονομία: Γαστρονομικές απολαύσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)